- κακέκτυπος
- ος, ο[ν] плохр отпечатанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακέκτυπος — η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει σφάλματα και ελλείψεις κατά την εκτύπωση, ο κακοτυπωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κακέκτυπα τα γραμματόσημα που εμφανίζουν ελαττωματική εμφάνιση και ουσιώδεις παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στη… … Dictionary of Greek
κακέκτυπος — η, ο 1. κακοτυπωμένος, που έχει τυπογραφικά σφάλματα. 2. (για γραμματόσημα), που εμφανίζει ουσιώδεις παραλλαγές από τα γνήσια γραμματόσημα (τα καλοτυπωμένα), είτε κατά το χρώμα είτε κατά τη θέση της εικόνας κτλ. 3. για οτιδήποτε είναι κακή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοτυπώνω — 1. τυπώνω άσχημα, ελαττωματικά, ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοτυπωμένος, η, ο κακέκτυπος … Dictionary of Greek